- αναπτήρες
- запалки
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
αναπτήρας — ο τεχνολ. μικρή φορητή συσκευή με την οποία ανάβει κανείς επανειλημμένα φωτιά και κυρίως τσιγάρα, πούρα ή πίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα «Ακρόπολις» (αναπτήρες σιγάρων ηλεκτρικοί εν αμάξαις τού… … Dictionary of Greek
σιδηροδημήτριο — το, Ν (μεταλλ.) κράμα σιδήρου και δημητρίου, το οποίο κατά την κρούση παράγει σπινθήρες και χρησιμοποιείται ως πυρόλιθος στους αναπτήρες … Dictionary of Greek